ιδρό

ιδρό
το
ο ιδρώτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ιδρώτας, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… …   Dictionary of Greek

  • κλοτσοκοπώ — κλοτσοκοπῶ, έω (Μ) δίνω αλλεπάλληλες και δυνατές κλοτσιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσῶ + κοπῶ (< κόπος < κόπος), πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • λακτοκοπίζω — και λακτοκοπώ (Μ) ποδοπατώ ή κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λακτοκοπώ < θ. λακτ τού λάξ (πρβλ. λακτίζω) + κοπῶ < κόπος < κόπτω (πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ). Ο τ. λακτοκοπίζω είναι υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ λακτοκόπησα τού… …   Dictionary of Greek

  • λαμποκοπώ — άω 1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω 2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο κοπώ, μεθο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • λαμποκόπι — το το λαμποκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κόπι (< κόπος), πρβλ. ιδρο κόπι, μεθο κόπι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”